- εφένδης
- εφέντης ο господин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εφένδης — και εφέντης, ο (Μ ἐφένδης) 1. τίτλος Τούρκων και Αιγυπτίων πολιτικών και στρατιωτικών αξιωματούχων 2. τίτλος τών Τούρκων, ιδίως, αυτοκρατορικών πριγκίπων 3. τιμητική προσωνυμία που χρησιμοποιείται από τους Τούρκους αντίστοιχη με το ελληνικό… … Dictionary of Greek